μοσχέλαιον

μοσχέλαιον
μοσχέλαιον
oil scented with musk
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μοσχέλαιον — μοσχέλαιον, τὸ (Μ) έλαιο αρωματισμένο με το αρωματικό φυτό μόσχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + ἔλαιον] …   Dictionary of Greek

  • μοσχελαίοις — μοσχέλαιον oil scented with musk neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοσχελαίου — μοσχέλαιον oil scented with musk neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MUSCELLINUM Unguentum — de quo Fuchlius ad Myrepsum, Graecorum recentium μοσχέλαιον et Veter. βαλάνινον est, ex myrobalano nempe factum, quam et μοχόκοκκον Recentiores vocârunt. Sic nucem myristicam iidem μοσχοκάγυον dixêre et κάρυον μυριςτικὸνet μουρεψικὸν et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MYROBALANUS — Martiali in Apophoretis l. 14. Epigr. 57. nec inter fruct us edules eidem relata in Xeniis, ubi locum habere debuisset cum Caryotis, Cottanis et Damascenis, siquidem eô nominie tum intellexissent, quod nobis hodie in usu est. Veteres de glande… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • μοσχόμυρον — μοσχόμυρον, τὸ (Α) μοσχέλαιον* …   Dictionary of Greek

  • μόσχ(ο)- — και μοσκ(ο) (ΑΜ μοσχ[ο] , Μ και μοσκ[ο] ) α συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”